- ταὐτόματον
- ταὐτόματονindeclform (indecl)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταυτόματον — τὸ, Α 1. τυχαίο περιστατικό, συμβάν 2. φρ. «ἀπὸ ταὐτομάτου» α) κατά τύχη, κατά συμβεβηκός β) απροσδόκητα, ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τὸ αὐτόματον με κράση] … Dictionary of Greek